- ασύναχτος
- toplanmamış
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ασύναχτος — η, ο ασύνακτος* … Dictionary of Greek
ασύναχτος, -η — ο αυτός που δε συνάχτηκε, δε μαζεύτηκε: Πολλούς καρπούς τούς είχαν ακόμη ασύναχτους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ασυμμάζευτος — και μάζωχτος και μαζωτος, η, ο 1. αμάζευτος, ασύναχτος 2. ακατάστατος, απεριποίητος, ασυγύριστος 3. αυτός που δεν μπορεί να περιοριστεί, ο ασυγκράτητος … Dictionary of Greek
ασύνακτος — και ασύναχτος, η, ο (AM ἀσύνακτος, ον) [συνάγω] νεοελλ. 1. (για ομάδες) ο μη συναθροισμένος ή συγκεντρωμένος 2. (για γεννήματα) ασυγκόμιστος, αμάζωχτος 3. (για χρήματα) εκείνος που δεν έχει εισπραχθεί αρχ. μσν. (για τιμωρημένους κληρικούς)… … Dictionary of Greek